- ἄστολος
- ἄστολοςungirdedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άστολος — ἄστολος, ον (Α) 1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός 2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)] … Dictionary of Greek
ἄστολον — ἄστολος ungirded masc/fem acc sg ἄστολος ungirded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)